αρματοτροφώ
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἁρματοτροφῶ, (-έω) (Α)
τρέφω ίππους για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -τροφώ (-έω) (< -τροφος < τρέφω)].