ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ἀρτιδάικτος, -ον (AM)αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)].