αυτοδιοίκηση

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να έχουν ορισμένοι οργανισμοί και νομικά πρόσωπα δική τους νομική προσωπικότητα και να ασκούν δοτή ή δευτερογενή δημόσια εξουσία
2. «τοπική αυτοδιοίκηση» — η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ορισμένης περιοχής από όργανα που εκλέγονται από τους πολίτες της περιοχής αυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτοδιοικούμαι. Η λ., στον λόγιο τύπο, αυτοδιοίκησις, μαρτυρείται από το 1892 στον Εμμανουήλ Κόκκινο].