αφθώδης
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
-ες (Α ἀφθώδης, -ες) άφθα
αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα»)
νεοελλ.
φρ. «αφθώδης πυρετός» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα.