γαρνίρισμα
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Greek Monolingual
το γαρνίρω
1. πρόσθετη διακόσμηση φορεμάτων, επίπλων, φαγητών κ.λπ.
2. διάνθηση του λόγου με πρόσθετα στοιχεία.