γονοποιός
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
Greek (Liddell-Scott)
γονοποιός: -όν, (ποιέω) γονιμοποιός, Ἰουστῖν. Μ.
Spanish (DGE)
-όν
fecundante, generador ὕδωρ Herm.Irris.1, Iust.Phil.Coh.Gr.7.22.
Greek Monolingual
γονοποιός, -όν (Μ)
ο γονιμοποιός.