γονιμοποιός

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Spanish (DGE)

-όν
fecundo εἰς ὑποδοχὴν τῶν οὐρανίων καὶ γονιμοποιῶν ὄμβρων Dion.Ar.CH 15.8.

Greek (Liddell-Scott)

γονιμοποιός: -όν, γονιμότητος πρόξενος, γεννητικός, Διονύσ. Ἀρεοπ. Οὐρ. Ἱερ. 15.

Greek Monolingual


αυτός που κάνει κάτι γόνιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνιμος + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].