γονοποιός

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271

Greek (Liddell-Scott)

γονοποιός: -όν, (ποιέω) γονιμοποιός, Ἰουστῖν. Μ.

Spanish (DGE)

-όν
fecundante, generador ὕδωρ Herm.Irris.1, Iust.Phil.Coh.Gr.7.22.

Greek Monolingual

γονοποιός, -όν (Μ)
ο γονιμοποιός.