γονοποιός
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
Greek (Liddell-Scott)
γονοποιός: -όν, (ποιέω) γονιμοποιός, Ἰουστῖν. Μ.
Spanish (DGE)
-όν
fecundante, generador ὕδωρ Herm.Irris.1, Iust.Phil.Coh.Gr.7.22.
Greek Monolingual
γονοποιός, -όν (Μ)
ο γονιμοποιός.