Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
δαιμονιῶ (-άω) (Α) δαίμων1. δαιμονώ2. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονιῶν (ἡ δαιμονιῶσα)ο δαιμονισμένος.