Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
δαιμονῶ (-άω) (AM) δαίμων
1. έχω καταληφθεί από δαίμονα
2. είμαι τρελός
μσν.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονῶν
ο δαιμονισμένος
αρχ.
υποφέρω από επέμβαση θεϊκής δύναμης («δαιμονᾷ δόμος κακοῖς»).