δαιμονώ

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

δαιμονῶ (-άω) (AM) δαίμων
1. έχω καταληφθεί από δαίμονα
2. είμαι τρελός
μσν.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονῶν
ο δαιμονισμένος
αρχ.
υποφέρω από επέμβαση θεϊκής δύναμης («δαιμονᾷ δόμος κακοῖς»).