ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
δαιμονιῶ (-άω) (Α) δαίμων1. δαιμονώ2. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ δαιμονιῶν (ἡ δαιμονιῶσα)ο δαιμονισμένος.