οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
-ές1. αυτός που αποτελείται από δέκα μέρη, ο διαιρεμένος σε δέκα μέρη2. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαμερή, ταΈντομα που έχουν κεραίες διαιρεμένες σε δέκα μέρη ή αρθρώσεις.