δεκαμερής

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που αποτελείται από δέκα μέρη, ο διαιρεμένος σε δέκα μέρη
2. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαμερή, τα
Έντομα που έχουν κεραίες διαιρεμένες σε δέκα μέρη ή αρθρώσεις.