δεκαμερής

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που αποτελείται από δέκα μέρη, ο διαιρεμένος σε δέκα μέρη
2. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαμερή, τα
Έντομα που έχουν κεραίες διαιρεμένες σε δέκα μέρη ή αρθρώσεις.