δημοκρατούμαι
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek Monolingual
(Α δημοκρατοῡμαι, -έομαι, Μ δημοκρατῶ, -έω)
έχω δημοκρατικό πολίτευμα, διοικούμαι δημοκρατικά
μσν.
δημοκρατῶ
1. επικρατώ του αντίπαλου δήμου
2. στασιάζω, δημιουργώ οχλοκρατία
αρχ.
απρόσ. δημοκρατεῑται
κρατούν ή υπερισχύουν οι δημοκρατικές αρχές.