διακωμώδηση
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
η (Α διακωμῴδησις, -εως) διακωμῳδώ
1. γελοιοποίηση προσώπου ή κατάστασης σε κωμωδία
2. γελοιοποίηση, χλευασμός.