διακωμώδηση
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
η (Α διακωμῴδησις, -εως) διακωμῳδώ
1. γελοιοποίηση προσώπου ή κατάστασης σε κωμωδία
2. γελοιοποίηση, χλευασμός.