ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
διακροτῶ (-έω) (AM)μσν.διακηρύττωαρχ.1. γαμώ2. αναλύω στα συνθετικά μέρη3. διασπώ τα δεσμά.