διονυσιακός

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne Dionysos ou les Dionysies.
Étymologie: Διόνυσος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διονυσιακός, -ή, -όν) Διονύσια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια
νεοελλ.
ενθουσιώδης, οργιαστικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά
επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου
2. το ουδ. εν. ως ουσ. διονυσιακόν
ο καρπός του κισσού
3. φρ. «διονυσιακοὶ τεχνῑται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.