γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
και δίχερος, -η, -ο και δίχειρ, ο, η1. (για τον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα) αυτός που έχει δύο χέρια2. (για αγγείο) αυτό που έχει δύο λαβές.