δίχειρος

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

και δίχερος, -η, -ο και δίχειρ, ο, η
1. (για τον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα) αυτός που έχει δύο χέρια
2. (για αγγείο) αυτό που έχει δύο λαβές.