δωδεκατημόριο
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
το (AM δωδεκατημόριον)
το ένα δωδέκατο συνόλου
νεοελλ.
το ένα δωδέκατο τών ετήσιων πιστώσεων του προϋπολογισμού του κράτους
αρχ.
1. καθένα σημείο του ζωδιακού κύκλου
2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα μέρη.