ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἐθελημός, -όν (Α)εκούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (ε)θελη- (εθελήσω, ηθέλησα)].