ελάφρυνση
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
η
1. ελάττωση, μείωση του βάρους
2. ανακούφιση, ξαλάφρωμα.
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
η
1. ελάττωση, μείωση του βάρους
2. ανακούφιση, ξαλάφρωμα.