οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
-ον1. αυτός που κινείται με έλικες2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόροπλοίο που κινείται με έλικες.