εμπίμπλημι

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM)
1. γεμίζω ώς επάνω
2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.)
3. ταΐζω κάποιον, τον χορταίνω
4. ικανοποιώ
5. εκπληρώνω
6. μέσ. τρώω πολύ.