Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Ν
1. δίνω τροφή, σιτίζω, ιδίως ζώα
2. (σχετικά με βρέφος, γέροντα ή ασθενή) βοηθώ κάποιον να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. φαΐ: φαγί)].