ενόδιος
From LSJ
αἱ ἐν τοῖς πότοις συνουσία → drinking-parties
Greek Monolingual
ἐνόδιος, -ία, -ον και ἐνόδιος, -ον (επικ. τ. εἰνόδιος, -ίη, -ον) (Α) οδός
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.)
2. ο χρήσιμος για τον δρόμο
3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν βωμούς ή αγάλματα στους δρόμους, κυρίως Ερμή, Περσεφόνης και Εκάτης (α. «ἐνοδία θεός» [[[Περσεφόνη]]], Σοφ.
β. «εἰνοδίας Ἐκάτης», Σοφ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνόδια
α) δίχτια για τη σύλληψη θηραμάτων
β) φουσκάλες από τη μακρά οδοιπορία.