οδοιπορία

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) οδοιπόρος
1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία
2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ)
αρχ.
1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. αντοχή κατά τη διάρκεια πεζοπορίας.