ενορία
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
η (AM ἐνορία)
περιφέρεια με περιορισμένη σχετικά έκταση η οποία δηλώνεται με το όνομα του ναού στον οποίο εκκλησιάζονται οι κάτοικοι
νεοελλ.
το σύνολο τών κατοίκων μιας ενορίας
αρχ.-μσν.
η περιοχή που ανήκει στα όρια μιας πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ενόριος].