ενορία

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐνορία)
περιφέρεια με περιορισμένη σχετικά έκταση η οποία δηλώνεται με το όνομα του ναού στον οποίο εκκλησιάζονται οι κάτοικοι
νεοελλ.
το σύνολο τών κατοίκων μιας ενορίας
αρχ.-μσν.
η περιοχή που ανήκει στα όρια μιας πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ενόριος].