εντολοδόχος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που δέχεται να εκτελέσει μια εντολή
2. φρ. «εντολοδόχος πρωθυπουργός» — εκείνος που έχει λάβει την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως από τον αρχηγό του κράτους και ασκεί τα καθήκοντά του ώσπου να εμφανιστεί στο κοινοβούλιο και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης.