εντολοδόχος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που δέχεται να εκτελέσει μια εντολή
2. φρ. «εντολοδόχος πρωθυπουργός» — εκείνος που έχει λάβει την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως από τον αρχηγό του κράτους και ασκεί τα καθήκοντά του ώσπου να εμφανιστεί στο κοινοβούλιο και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης.