εξάπους

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

-ουν και εξάποδος, -η, -ο (AM ἑξάπους, -ουν)
1. αυτός που έχει έξι πόδια
2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα
τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια
3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος
3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες («μέτρον ἡρωικόν ἐστιν, ἑξάπουν», Δίον. Αλ.).