εξεζητημένος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του εκζητώ)
1. ο επιτηδευμένος
2. ο προσποιητός, ο αφύσικος.