εκζητώ

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκζητῶ)
αναζητώ, ζητώ να βρω
νεοελλ.
1. αναζητώ κάτι ασυνήθιστο για να το χρησιμοποιήσω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεζητημένος
επιτηδευμένος, προσποιητός
αρχ.-μσν.
επιθυμώ
μσν.
1. παρακαλώ
2. επιδιώκω, γυρεύω
αρχ.
1. ζητώ την απόδοση δικαιοσύνης
2. εξετάζω, ρωτώ.