ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
ἔξαυλος, -ον (Α) αυλός(για επιστόμιο αυλού)υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος.