επανορθώσιμος
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. -ιμος που δηλώνει δυνατότητα].