επανορθώσιμος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. -ιμος που δηλώνει δυνατότητα].