ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἔπιλλος, -ον (Μ)αλλήθωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)].