οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
-ή, -ό επικύρωση1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη»)2. αυτός που είναι υπέρ της επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία»).