επιπλοποιία
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
η
1. η τέχνη της κατασκευής επίπλων, η επιπλουργία
2. το επάγγελμα του επιπλοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη].