επίσωτρο

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐπίσωτρον)
το ελαστικό του τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη του τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο (ζάντα)
αρχ.
η μεταλλική στεφάνη του τροχού γύρω από το σώτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σώτρον «σιδερένια στεφάνη του τροχού»].