εποικοδόμημα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐποικοδόμημα)
συνέχιση και ολοκλήρωση οικοδομής σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή τοίχους
νεοελλ.
1. περαιτέρω ανάπτυξη
2. το σύνολο τών θεσμών, τών αρχών, τών ιδεών μιας κοινωνίας.