εποικοδόμημα
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
Greek Monolingual
το (AM ἐποικοδόμημα)
συνέχιση και ολοκλήρωση οικοδομής σε προϋπάρχοντα θεμέλια ή τοίχους
νεοελλ.
1. περαιτέρω ανάπτυξη
2. το σύνολο τών θεσμών, τών αρχών, τών ιδεών μιας κοινωνίας.