fatal
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English > Greek (Woodhouse)
adjective
deadly: P. and V. θανάσιμος, ὀλέθριος (Plato but rare P.).
of a blow: P. and V. καίριος (Xen.).
ruinous: P. and V. ὀλέθριος (Plato but rare P.), ἀσύμφορος, V. πανώλεθρος, πολυφθόρος, πανώλης, λυμαντήριος, Ar. and V. ἀτηρός.
appointed by fate: P. and V. εἱμαρμένος, V. πεπρωμένος (rare P.), μόρσιμος, μοιρόκραντος, Ar. and V. θέσφατος.
Spanish > Greek
ἀβοήθητος, αἰανής, ἀϊδώνιος, αἴσιμος, ἀλεγεινός, ἀναγκαῖος, ἀναγκαστήρ, ἀπαραίτητος, ἀστεροδίνητος, δυσάλυκτος, δύσποτμος, εἱμαρτός, ἐξαίσιος