Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)αυτός που έχει ερωτευμένη καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -κάρδιος (< καρδιά)πρβλ. σπαραξι-κάρδιος].