ερωτικοκάρδιος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ερωτευμένη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -κάρδιος (< καρδιά)
πρβλ. σπαραξικάρδιος].