ετερόγαμος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες
2. αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερόγαμα
τα φυτά τών οποίων τα άνθη ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη
μσν.
αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερόγαμος < ετερο- + γάμος, ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterogamous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -gamous (πρβλ. γάμος)].