ετεροβαρής

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

-ές (Μ ἑτεροβαρής, -ές)
αυτός του οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά
νεοελλ.
εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»).
επίρρ...
ετεροβαρώς
κατά ετεροβαρή, άνισο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, οινο-βαρής].