ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
η (ΑΜ εὐζωΐα, Α ποιητ. τ. εὐζῴα και εὐζωά) εύζωοςκαλή, άνετη ζωή, καλοπέραση («μὴ ἔχειν πόρον εὐζωΐας» — το να στερείται, να του λείπουν οι ανέσεις).