μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
εὔκουρος, -ον (Α)ο κουρεμένος καλά ή τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»].