μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
η
1. ζάλη, σκοτοδίνη
2. σκοτούρα, έγνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + -άδα (πρβλ. αγρι-άδα, αφηρημ-άδα)].