οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
η1. ζάλη, σκοτοδίνη2. σκοτούρα, έγνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + -άδα (πρβλ. αγριάδα, αφηρημάδα)].